- κεκακουργημένως
- κεκακουργημένως (Α)επίρρ. με κακία, με κακούργο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκακουργημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κακουργώ «βλάπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεκακουργημένως — κακουργέω do evil perf part mp masc acc pl (doric) κεκακουργημένως maliciously indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)